- ψαροκέφαλος
- -η, -ο, Ν1. αυτός που το κεφάλι του έχει σχήμα ψαριού2. μτφ. (για πρόσ.) επιπόλαιος, ελαφρόμυαλος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ψάρι (Ι) + -κέφαλος (< κεφαλή)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ψαροκέφαλος — η, ο 1. αυτός που έχει κεφάλι σαν του ψαριού. 2. ψαρόμυαλος. 3. το ουδ. ως ουσ., ψαροκέφαλο το κεφάλι του ψαριού: Ρίξαμε στις γάτες τα ψαροκέφαλα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κεφαλή — Το άνω άκρο του ανθρώπινου σώματος ή το πρόσθιο μέρος του σώματος των ζώων, όπου εδράζεται ο εγκέφαλος, η είσοδος του πεπτικού σωλήνα, τα αισθητήρια όργανα, περισσότερο ή λιγότερο τελειοποιημένα, καθώς και άλλες δομές, όπως οι τρίχες. Η κ. των… … Dictionary of Greek